Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
View word page
πολυμαθέω
learn or know much

ShortDef

learn or know much

Debugging

Headword:
πολυμαθέω
Headword (normalized):
πολυμαθέω
Headword (normalized/stripped):
πολυμαθεω
IDX:
71635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71636
Key:

Data

{'content': 'learn or know much'}