Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
View word page
πολύλογος
much-talking, talkative, loquacious
ShortDef
much-talking, talkative, loquacious
Debugging
Headword:
πολύλογος
Headword (normalized):
πολύλογος
Headword (normalized/stripped):
πολυλογος
IDX:
71632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71633
Key:
Data
{'content': 'much-talking, talkative, loquacious'}