Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
View word page
πολυλογέω
talk much
ShortDef
talk much
Debugging
Headword:
πολυλογέω
Headword (normalized):
πολυλογέω
Headword (normalized/stripped):
πολυλογεω
IDX:
71630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71631
Key:
Data
{'content': 'talk much'}