Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμόστροφος
ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
View word page
ἀνεμπόδιστος
unembarrassed
ShortDef
unembarrassed
Debugging
Headword:
ἀνεμπόδιστος
Headword (normalized):
ἀνεμπόδιστος
Headword (normalized/stripped):
ανεμποδιστος
IDX:
7162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7163
Key:
Data
{'content': 'unembarrassed'}