Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
View word page
πολυλήϊος
with many grainfields

ShortDef

with many grainfields

Debugging

Headword:
πολυλήϊος
Headword (normalized):
πολυλήϊος
Headword (normalized/stripped):
πολυληιος
IDX:
71623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71624
Key:

Data

{'content': 'with many grainfields'}