Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
View word page
πολύλαλος
talkative
ShortDef
talkative
Debugging
Headword:
πολύλαλος
Headword (normalized):
πολύλαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυλαλος
IDX:
71620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71621
Key:
Data
{'content': 'talkative'}