Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμόστροφος
ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
View word page
ἀνέμπληστος
of which one cannot have one's fill
ShortDef
of which one cannot have one's fill
Debugging
Headword:
ἀνέμπληστος
Headword (normalized):
ἀνέμπληστος
Headword (normalized/stripped):
ανεμπληστος
IDX:
7161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7162
Key:
Data
{'content': "of which one cannot have one's fill"}