Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολύλλιθος
View word page
πολυλάλητος
often repeated
ShortDef
often repeated
Debugging
Headword:
πολυλάλητος
Headword (normalized):
πολυλάλητος
Headword (normalized/stripped):
πολυλαλητος
IDX:
71618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71619
Key:
Data
{'content': 'often repeated'}