Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκύδιστος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
πολύλαλος
πολύλεκτος
πολυλέξις
πολυλήϊος
πολυλήμματος
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
View word page
πολύκωπος
many-oared
ShortDef
many-oared
Debugging
Headword:
πολύκωπος
Headword (normalized):
πολύκωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκωπος
IDX:
71616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71617
Key:
Data
{'content': 'many-oared'}