Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
πολυκύδιστος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
πολυλαλία
View word page
πολυκυλίνδητος
much
ShortDef
much
Debugging
Headword:
πολυκυλίνδητος
Headword (normalized):
πολυκυλίνδητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκυλινδητος
IDX:
71609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71610
Key:
Data
{'content': 'much'}