Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμόστροφος
ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
View word page
ἀνέμπληκτος
intrepid
ShortDef
intrepid
Debugging
Headword:
ἀνέμπληκτος
Headword (normalized):
ἀνέμπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεμπληκτος
IDX:
7160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7161
Key:
Data
{'content': 'intrepid'}