Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
πολυκύδιστος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
πολυκώκυτος
πολύκωλος
πολύκωμος
πολύκωπος
πολυκώτιλος
πολυλάλητος
View word page
πολύκυκος
much troubled

ShortDef

much troubled

Debugging

Headword:
πολύκυκος
Headword (normalized):
πολύκυκος
Headword (normalized/stripped):
πολυκυκος
IDX:
71608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71609
Key:

Data

{'content': 'much troubled'}