Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
πολυκύδιστος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
πολυκώθων
View word page
πολυκτόνος
much-slaying, murderous

ShortDef

much-slaying, murderous

Debugging

Headword:
πολυκτόνος
Headword (normalized):
πολυκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτονος
IDX:
71602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71603
Key:

Data

{'content': 'much-slaying, murderous'}