Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
πολυκύδιστος
πολύκυκλος
πολύκυκος
πολυκυλίνδητος
πολυκύματος
πολυκύμων
View word page
πολύκτιτος
building much

ShortDef

building much

Debugging

Headword:
πολύκτιτος
Headword (normalized):
πολύκτιτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτιτος
IDX:
71601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71602
Key:

Data

{'content': 'building much'}