Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
View word page
ἀγρευτικός
of, or skilled in, hunting
ShortDef
of, or skilled in, hunting
Debugging
Headword:
ἀγρευτικός
Headword (normalized):
ἀγρευτικός
Headword (normalized/stripped):
αγρευτικος
IDX:
715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-716
Key:
Data
{'content': 'of, or skilled in, hunting'}