Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
πολυκύδιστος
View word page
πολυκτέανος
with many possessions

ShortDef

with many possessions

Debugging

Headword:
πολυκτέανος
Headword (normalized):
πολυκτέανος
Headword (normalized/stripped):
πολυκτεανος
IDX:
71596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71597
Key:

Data

{'content': 'with many possessions'}