Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
πολυκυδής
View word page
πολύκρωζος
much-croaking

ShortDef

much-croaking

Debugging

Headword:
πολύκρωζος
Headword (normalized):
πολύκρωζος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρωζος
IDX:
71595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71596
Key:

Data

{'content': 'much-croaking'}