Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκρεως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
Πολύκτωρ
View word page
πολύκρουνος
with many springs

ShortDef

with many springs

Debugging

Headword:
πολύκρουνος
Headword (normalized):
πολύκρουνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκρουνος
IDX:
71594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71595
Key:

Data

{'content': 'with many springs'}