Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκρεκτος
πολύκρεως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
Πολυκτορίδης
View word page
πολύκροτος
loud-ringing

ShortDef

loud-ringing

Debugging

Headword:
πολύκροτος
Headword (normalized):
πολύκροτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκροτος
IDX:
71593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71594
Key:

Data

{'content': 'loud-ringing'}