Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολύκρεως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολυκτόνος
View word page
πολυκρότητος
much struck

ShortDef

much struck

Debugging

Headword:
πολυκρότητος
Headword (normalized):
πολυκρότητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκροτητος
IDX:
71592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71593
Key:

Data

{'content': 'much struck'}