Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκρατής
πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολύκρεως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
πολυκτήμων
πολύκτηνος
πολύκτητος
πολύκτιτος
View word page
πολυκρόταλος
much-rattling

ShortDef

much-rattling

Debugging

Headword:
πολυκρόταλος
Headword (normalized):
πολυκρόταλος
Headword (normalized/stripped):
πολυκροταλος
IDX:
71591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71592
Key:

Data

{'content': 'much-rattling'}