Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατέω
Πολυκράτης
πολυκρατής
πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολύκρεως
πολύκρημνος
πολυκριθέω
πολύκριθος
πολύκριτος
πολυκρόκαλος
πολύκροσσος
πολυκρόταλος
πολυκρότητος
πολύκροτος
πολύκρουνος
πολύκρωζος
πολυκτέανος
πολυκτημοσύνη
View word page
πολύκριθος
abounding in barley

ShortDef

abounding in barley

Debugging

Headword:
πολύκριθος
Headword (normalized):
πολύκριθος
Headword (normalized/stripped):
πολυκριθος
IDX:
71587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71588
Key:

Data

{'content': 'abounding in barley'}