Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
πολύκολπος
πολυκόλυμβος
πολύκομος
πολύκομπος
πολύκομψος
πολύκοσμος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατέω
Πολυκράτης
πολυκρατής
πολύκρατος
πολύκρεκτος
πολύκρεως
View word page
πολύκομπος
loud-sounding
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
πολύκομπος
Headword (normalized):
πολύκομπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκομπος
IDX:
71574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71575
Key:
Data
{'content': 'loud-sounding'}