Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
πολύκολπος
πολυκόλυμβος
πολύκομος
πολύκομπος
πολύκομψος
πολύκοσμος
πολύκρανος
Πολυκράτειος
πολυκρατέω
Πολυκράτης
πολυκρατής
πολύκρατος
View word page
πολυκόλυμβος
oft-diving
ShortDef
oft-diving
Debugging
Headword:
πολυκόλυμβος
Headword (normalized):
πολυκόλυμβος
Headword (normalized/stripped):
πολυκολυμβος
IDX:
71572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71573
Key:
Data
{'content': 'oft-diving'}