Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
πολύκολπος
πολυκόλυμβος
πολύκομος
πολύκομπος
πολύκομψος
View word page
πολυκοινία
sexual promiscuity

ShortDef

sexual promiscuity

Debugging

Headword:
πολυκοινία
Headword (normalized):
πολυκοινία
Headword (normalized/stripped):
πολυκοινια
IDX:
71565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71566
Key:

Data

{'content': 'sexual promiscuity'}