Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
πολύκολπος
πολυκόλυμβος
πολύκομος
View word page
πολυκοίμητος
sleeping much
ShortDef
sleeping much
Debugging
Headword:
πολυκοίμητος
Headword (normalized):
πολυκοίμητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκοιμητος
IDX:
71563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71564
Key:
Data
{'content': 'sleeping much'}