Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
πολύκοιτος
View word page
πολύκνημος
with many mountain-spurs, mountainous
ShortDef
with many mountain-spurs, mountainous
Debugging
Headword:
πολύκνημος
Headword (normalized):
πολύκνημος
Headword (normalized/stripped):
πολυκνημος
IDX:
71560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71561
Key:
Data
{'content': 'with many mountain-spurs, mountainous'}