Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
πολυκοιτέω
View word page
πολύκμητος
much-wrought, wrought with much toil

ShortDef

much-wrought, wrought with much toil

Debugging

Headword:
πολύκμητος
Headword (normalized):
πολύκμητος
Headword (normalized/stripped):
πολυκμητος
IDX:
71559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71560
Key:

Data

{'content': 'much-wrought, wrought with much toil'}