Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμοκοῖται
ἀνεμομαχία
ἀνεμόομαι
ἀνεμοποιός
ἀνεμόπους
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμόστροφος
ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
View word page
ἀνεμοτρεφής
fed by the wind
ShortDef
fed by the wind
Debugging
Headword:
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized):
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ανεμοτρεφης
IDX:
7155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7156
Key:
Data
{'content': 'fed by the wind'}