Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκλήϊς
πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
πολυκοιρανία
πολυκοίρανος
View word page
πολύκλωνος
with many branches

ShortDef

with many branches

Debugging

Headword:
πολύκλωνος
Headword (normalized):
πολύκλωνος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλωνος
IDX:
71558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71559
Key:

Data

{'content': 'with many branches'}