Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκλεπτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
πολυκοίμητος
πολυκοινέω
πολυκοινία
πολύκοινος
View word page
πολύκλινος
with many couches

ShortDef

with many couches

Debugging

Headword:
πολύκλινος
Headword (normalized):
πολύκλινος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλινος
IDX:
71556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71557
Key:

Data

{'content': 'with many couches'}