Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκλεής
πολύκλειστος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολύκλεπτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
πολυκοίλιος
View word page
πολύκληρος
of a large lot, with a large portion

ShortDef

of a large lot, with a large portion

Debugging

Headword:
πολύκληρος
Headword (normalized):
πολύκληρος
Headword (normalized/stripped):
πολυκληρος
IDX:
71552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71553
Key:

Data

{'content': 'of a large lot, with a large portion'}