Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύκλαυστος
πολυκλεής
πολύκλειστος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολύκλεπτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
πολύκλυστος
πολύκλωνος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολύκνισος
View word page
πολυκληματέω
have many branches

ShortDef

have many branches

Debugging

Headword:
πολυκληματέω
Headword (normalized):
πολυκληματέω
Headword (normalized/stripped):
πολυκληματεω
IDX:
71551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71552
Key:

Data

{'content': 'have many branches'}