Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκινησία
πολυκίνητος
πολυκίων
πολύκλαγγος
πολυκλαδής
πολύκλαυστος
πολυκλεής
πολύκλειστος
πολύκλειτος
Πολύκλειτος
πολύκλεπτος
πολυκλήεις
πολυκλήϊς
πολυκληΐς
πολυκλήϊστος
πολυκληματέω
πολύκληρος
Πολυκλῆς
πολύκλητος
πολυκλινής
πολύκλινος
View word page
πολύκλεπτος
very thievish

ShortDef

very thievish

Debugging

Headword:
πολύκλεπτος
Headword (normalized):
πολύκλεπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλεπτος
IDX:
71546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71547
Key:

Data

{'content': 'very thievish'}