Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύκαρπος
Πολυκάστη
πολυκατασκεύαστος
πολύκαυλος
πολυκέλαδος
πολύκενος
πολυκέρδεια
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδεια
πολυκηδής
πολυκήριος
πολυκήτης
πολυκίνδυνος
πολυκινησία
πολυκίνητος
πολυκίων
πολύκλαγγος
View word page
πολύκεστος
well-stitched
ShortDef
well-stitched
Debugging
Headword:
πολύκεστος
Headword (normalized):
πολύκεστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκεστος
IDX:
71529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71530
Key:
Data
{'content': 'well-stitched'}