Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπέω
πολυκαρπία
πολύκαρπος
Πολυκάστη
πολυκατασκεύαστος
πολύκαυλος
πολυκέλαδος
πολύκενος
πολυκέρδεια
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
πολύκεστος
πολυκέφαλος
πολυκήδεια
πολυκηδής
View word page
πολύκαυλος
many-stalked
ShortDef
many-stalked
Debugging
Headword:
πολύκαυλος
Headword (normalized):
πολύκαυλος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαυλος
IDX:
71522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71523
Key:
Data
{'content': 'many-stalked'}