Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυκαδία
πολυκαής
πολυκαισαρίη
πολυκάλαμος
πολυκάμμορος
πολυκαμπής
πολυκανής
πολύκαπνος
πολυκάρηνος
πολυκαρπέω
πολυκαρπία
πολύκαρπος
Πολυκάστη
πολυκατασκεύαστος
πολύκαυλος
πολυκέλαδος
πολύκενος
πολυκέρδεια
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκερως
View word page
πολυκαρπία
abundance of fruit

ShortDef

abundance of fruit

Debugging

Headword:
πολυκαρπία
Headword (normalized):
πολυκαρπία
Headword (normalized/stripped):
πολυκαρπια
IDX:
71518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71519
Key:

Data

{'content': 'abundance of fruit'}