Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
Πολύϊδος
πολυιδρεία
πολυϊδρεία
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊνος
πολυϊππία
πολύϊππος
πολυϊστορία
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
πολυκαισαρίη
View word page
πολύϊδρις
of much knowledge, wisdom
ShortDef
of much knowledge, wisdom
Debugging
Headword:
πολύϊδρις
Headword (normalized):
πολύϊδρις
Headword (normalized/stripped):
πολυιδρις
IDX:
71500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71501
Key:
Data
{'content': 'of much knowledge, wisdom'}