Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
Πολύϊδος
πολυιδρεία
πολυϊδρεία
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊνος
πολυϊππία
πολύϊππος
πολυϊστορία
πολυΐστωρ
πολύϊχθυς
πολυκαγκής
πολυκαδία
πολυκαής
View word page
πολυϊδρείη
much knowledge, shrewdness

ShortDef

much knowledge, shrewdness

Debugging

Headword:
πολυϊδρείη
Headword (normalized):
πολυϊδρείη
Headword (normalized/stripped):
πολυιδρειη
IDX:
71499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71500
Key:

Data

{'content': 'much knowledge, shrewdness'}