Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
View word page
ἀγρευτής
a hunter

ShortDef

a hunter

Debugging

Headword:
ἀγρευτής
Headword (normalized):
ἀγρευτής
Headword (normalized/stripped):
αγρευτης
IDX:
714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-715
Key:

Data

{'content': 'a hunter'}