Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύθραυστος
πολυθρέμματος
πολυθρέμμων
πολύθρεπτος
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριδαξ
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
Πολύϊδος
πολυιδρεία
πολυϊδρεία
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊνος
πολυϊππία
View word page
πολύθυρος
with many doors
ShortDef
with many doors
Debugging
Headword:
πολύθυρος
Headword (normalized):
πολύθυρος
Headword (normalized/stripped):
πολυθυρος
IDX:
71492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71493
Key:
Data
{'content': 'with many doors'}