Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεμία
ἀνεμιαῖος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδαρτος
ἀνεμόδρομος
ἀνεμοεπάκτης
ἀνεμοζάλη
ἀνεμοκοῖται
ἀνεμομαχία
ἀνεμόομαι
ἀνεμοποιός
ἀνεμόπους
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμόστροφος
ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
View word page
ἀνεμοποιός
windcreating

ShortDef

windcreating

Debugging

Headword:
ἀνεμοποιός
Headword (normalized):
ἀνεμοποιός
Headword (normalized/stripped):
ανεμοποιος
IDX:
7148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7149
Key:

Data

{'content': 'windcreating'}