Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυθερσεΐδης
Πολυθερσεΐδης
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
πολύθραυστος
πολυθρέμματος
πολυθρέμμων
πολύθρεπτος
πολυθρήνητος
πολύθρηνος
πολύθριδαξ
πολύθριξ
πολύθροος
πολυθρύλητος
πολύθυρος
πολυθύσανος
πολύθυτος
πολυΐαχος
View word page
πολύθρεπτος
much-nourished

ShortDef

much-nourished

Debugging

Headword:
πολύθρεπτος
Headword (normalized):
πολύθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυθρεπτος
IDX:
71485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71486
Key:

Data

{'content': 'much-nourished'}