Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολύθερμος
πολυθερσεΐδης
Πολυθερσεΐδης
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
πολυθλιβής
πολύθουρος
πολύθραυστος
View word page
πολυθελγής
bewitching
ShortDef
bewitching
Debugging
Headword:
πολυθελγής
Headword (normalized):
πολυθελγής
Headword (normalized/stripped):
πολυθελγης
IDX:
71472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71473
Key:
Data
{'content': 'bewitching'}