Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολύθερμος
πολυθερσεΐδης
Πολυθερσεΐδης
πολύθεστος
πολυθηρία
πολύθηρος
View word page
πολυθεάμων
having seen much

ShortDef

having seen much

Debugging

Headword:
πολυθεάμων
Headword (normalized):
πολυθεάμων
Headword (normalized/stripped):
πολυθεαμων
IDX:
71469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71470
Key:

Data

{'content': 'having seen much'}