Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
πολύθερμος
View word page
πολυθάλμιος
much-nourishing

ShortDef

much-nourishing

Debugging

Headword:
πολυθάλμιος
Headword (normalized):
πολυθάλμιος
Headword (normalized/stripped):
πολυθαλμιος
IDX:
71464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71465
Key:

Data

{'content': 'much-nourishing'}