Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
πολυθελγής
πολύθεος
View word page
πολύηχος
noisy

ShortDef

noisy

Debugging

Headword:
πολύηχος
Headword (normalized):
πολύηχος
Headword (normalized/stripped):
πολυηχος
IDX:
71463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71464
Key:

Data

{'content': 'noisy'}