Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
πολυθέατος
πολυθεΐα
View word page
πολυήχητος
loud-sounding
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
πολυήχητος
Headword (normalized):
πολυήχητος
Headword (normalized/stripped):
πολυηχητος
IDX:
71461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71462
Key:
Data
{'content': 'loud-sounding'}