Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
πολυθαρσής
πολυθαύμαστος
πολυθεάμων
View word page
πολυήσυχος
very quiet

ShortDef

very quiet

Debugging

Headword:
πολυήσυχος
Headword (normalized):
πολυήσυχος
Headword (normalized/stripped):
πολυησυχος
IDX:
71459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71460
Key:

Data

{'content': 'very quiet'}