Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
πολυθαλπής
πολυθαμβής
View word page
πολυήρατος
much-loved, very lovely

ShortDef

much-loved, very lovely

Debugging

Headword:
πολυήρατος
Headword (normalized):
πολυήρατος
Headword (normalized/stripped):
πολυηρατος
IDX:
71456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71457
Key:

Data

{'content': 'much-loved, very lovely'}